- μισθωμάτιον
- μισθωμάτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθωμάτιον — μισθωμάτιον, τὸ (Α) [μίσθωμα] ευτελές, πενιχρό μίσθωμα … Dictionary of Greek
μισθωμάτια — μισθωμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)